- χρωμοφάν
- το, Νάκλ. αδιάσταλτη διαφανής επιφάνεια, πάνω στην οποία γίνεται σελιδοποίηση κειμένων και εικόνων που πρόκειται να εκτυπωθούν.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromophan (< χρώμα + φαίνω «κάνω ορατό κάτι, φωτίζω, φανερώνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.